- μεταγωγητικός
- μεταγωγητικός, -ή, -όν (Μ)κατάλληλος στο να καθοδηγεί κάποιον («ἑρμηνεία... εἰς σωτηρίαν μεταγωγητική», Μ. Βασ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταγωγή κατά τα επίθ. σε -ητικός μέσω ενός αμάρτυρου *μεταγωγητός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.